- ἰάσιμος
- 2 излечимый
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἰάσιμος — curable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιάσιμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, ον) (για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος αρχ. αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ… … Dictionary of Greek
ιάσιμος — η, ο θεραπεύσιμος: Ιάσιμο νόσημα ή τραύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰάσιμον — ἰάσιμος curable masc/fem acc sg ἰάσιμος curable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰασίμοις — ἰάσιμος curable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰασίμου — ἰάσιμος curable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰασίμους — ἰάσιμος curable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰασίμων — ἰάσιμος curable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰασίμῳ — ἰάσιμος curable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάσιμα — ἰάσιμος curable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάσιμοι — ἰάσιμος curable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)